Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


σκοτωμός
ουσιαστικό αρσενικό

1 ammazzamento
2 massacro
3 omicidio
4 scannamento
5 scempio
6 strage
7 uccisione

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  σκοτωμένος σκοτώνομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---