Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόσκοτούρα
ουσιαστικό θηλυκό 1 affanno 2 amarezza 3 assillo 4 bega 5 canchero 6 disagio 7 disturbo 8 fastidio 9 grattacapo 10 inquietudine 11 malagevolezza 12 malessere 13 mattone 14 molestia 15 noia 16 preoccupazione 17 rompiballe 18 rompimento 19 scocciatura 20 seccatura 21 senapismo 22 strazio 23 tediosità 24 travaglio permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα(grane) οι σκοτούρες [f.] = noie [θηλ. πλυθ.] Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |