Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


σαρδανάπαλος
ουσιαστικό αρσενικό

1 arruffone
2 confusionista
3 sardanapalesco
4 Sardanapalo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  σαράφης σαρδέλα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---