Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


σαρκασμός
ουσιαστικό αρσενικό

1 derisione
2 fiancata
3 frecciata
4 frecciatura
5 ghignata
6 ghigno
7 motto
8 ridicolo
9 sarcasmo
10 sberleffo
11 scherno
12 riso sardonico

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  σαρκάζω σαρκαστής  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---