Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


σαράβαλο
ουσιαστικό ουδέτερο

1 carcassa
2 carretta
3 catenaccio
4 catorcio
5 cerotto
6 coccio
7 macinino
8 rottame

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  σαραβαλιασμένος Σαραγόσα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---