Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


σαραβαλιάζω
ρήμα μεταβατικό

1 decrepitare
2 invecchiare
3 scorporare (vt)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  σαραβαλιάζομαι σαραβάλιασμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---