Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
σαρακοφαγωμένος
επίθετο
1
tarlato
2
tarmato
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< σαρακοφάγωμα
σαράντα >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
σαράκι
{σαρακ-ιού...
σαρακιάζω
{σαράκιασ-...
σαρακοστή
[θηλ.ουσ]
σαρακοστιανός
[επίθ.]
σαρακοφάγωμα
{σαρακοφαγ...
σαρακοφαγωμένος
[επίθ.]
σαράντα
[ απόλ. αριθμ. επίθ.]
σαρανταήμερο
[ουσ ουδ.]
σαραντάμερο
[ουσ ουδ.]
σαρανταποδαρούσα
{χωρ. γεν....
σαραντάρης
{σαραντάρη...
σαρανταριά
{χωρ. πληθ...
σαράφης
{σαράφηδες...
σαρδανάπαλος
[ουσ αρσ ]
σαρδέλα
{σαρδέλων}
Σαρδηνία
[θηλ.ουσ]
σαρδόνια
[θηλ.ουσ]
σαρδόνιος
[επίθ.]
σάρι
{σαρ-ιού |...
σαρίκι
{σαρικ-ιού...
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis