Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόρουφώ
ρήμα μεταβατικό 1 succhiare 2 [πίνω] sorbire 3 [με θόρυβο] trangugiare rumorosamente 4 [εισπνέω] inspirare 5 [απορροφώ] assorbire permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαρουφώ το αίμα = succhiare il sangue Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |