Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόρούχα
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός 1 abito 2 completo 3 roba 4 vestiario 5 vestimento 6 vestire permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματατα γυναικεία ρούχα = abbigliamento [αρσ.] da donna Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |