Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ρούχο
ουσιαστικό ουδέτερο

panno

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ρουχισμός ρόφημα  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


τα ανδρικά ρούχα = abbigliamento [αρσ.] da uomo || τα παιδικά ρούχα = abbigliamento [αρσ.] per bambino || έχει τα ρούχα της = ha le mestruazioni || τα ρούχα = i vestiti [αρσ. πλυθ.] || τα πρόχειρα ρούχα = vestiti [αρσ. πλυθ.] di tutti i giorni


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---