GrecoItaliano


ρούχο
ουσιαστικό ουδέτερο

panno

permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


τα ανδρικά ρούχα = abbigliamento [αρσ.] da uomo || τα παιδικά ρούχα = abbigliamento [αρσ.] per bambino || έχει τα ρούχα της = ha le mestruazioni || τα ρούχα = i vestiti [αρσ. πλυθ.] || τα πρόχειρα ρούχα = vestiti [αρσ. πλυθ.] di tutti i giorni



Sfoglia il dizionario




{{ID:ROYCO100}}
---CACHE---