Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόροή
ουσιαστικό θηλυκό 1 [ποταμού, θάλασσας] corrente (f) 2 [νερού, αίματος] flusso 3 [γεγονότων, πορεία] corso permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |