Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόρολόι
ουσιαστικό ουδέτερο 1 orologio 2 [μετρητής] contatore (m) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματατο ρολόι με κούκο = orologio [αρσ.] a cucù Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |