Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
ρολό
ουσιαστικό ουδέτερο
1
[κύλινδρος]
r
u
llo
2
[χαρτί]
r
o
tolo
3
[εξώφυλλο]
tappar
e
lla
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< ρόλλεϋ
ρολογάδικο >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
ροκάνισμα
[ουσ ουδ.]
ροκανίσματα
[ουσ ουδ πληθ.]
ροκανισμένος
[επίθ.]
ροκοκό
[ουσ ουδ.]
ρόλλεϋ
[ουσ ουδ.]
ρολό
[ουσ ουδ.]
ρολογάδικο
[ουσ ουδ.]
ρολογάς
{ρολογάδες...
ρολόι
{ρολογιού ...
ρόλος
[ουσ αρσ ]
ρολός
[ουσ αρσ ]
ρομάντζα
{χωρ. γεν....
ρομαντζάρω
{ρομαντζάρ...
ρομάντζο
[ουσ ουδ.]
ρομαντικός
[επίθ.]
ρομαντισμός
[ουσ αρσ ]
ρομβεγκέφαλος
[ουσ αρσ ]
ρομβικός
[επίθ.]
ρομβοδωδεκάεδρο
[ουσ ουδ.]
ρομβόεδρο
[ουσ ουδ.]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis