Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


προσαρμογή
ουσιαστικό θηλυκό

1 accomodamento
2 accomodo
3 adattabilità
4 adattamento
5 adeguamento
6 aggiustaggio
7 allineamento
8 ambientamento
9 ambientazione
10 calettatura
11 contemperamento
12 familiarità
13 montatura
14 orientazione
15 ravvicinamento
16 riconciliazione
17 riduzione
18 rifacimento
19 versione
20 condizionatura

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  προσαρμογέας προσαρμόζομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---