Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


προμηθευτής
ουσιαστικό αρσενικό

1 fornitore
2 pappone
3 rifornitore
4 somministrante
5 somministratore
6 venditore

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  προμηθεύομαι προμηθεύω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---