Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


προμήθειες
ουσιαστικό θηλυκό πληθυντικός

1 cibarie
2 rifornimenti
3 vettovaglia
4 vivande
5 viveri
6 munizioni da bocca

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  προμήθεια προμηθεύομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---