Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
προμηθεύομαι
ρήμα παθητικό
riforn
i
rsi
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< προμήθειες
προμηθευτής >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
προμελετημένος
[επίθ.]
προμελετώ
{προμελετά...
προμηθέας
[ουσ αρσ ]
προμήθεια
{προμηθειώ...
προμήθειες
[θηλ. ουσ πληθ.]
προμηθεύομαι
[ρ. παθ.]
προμηθευτής
[ουσ αρσ ]
προμηθεύω
{προμήθευ-...
προμήκης
{προμήκ-ου...
προμήνυμα
{προμηνύμ-...
προμηνύω
{προμήνυ-σ...
προμηνώ
(προμήνυσα...
πρόναος
{προνά-ου ...
προνευστάζω
[ρ.]
προνευστασμός
[ουσ αρσ ]
προνεύω
{προνά-ου ...
προνοητικά
[επίρ.]
προνοητικός
[επίθ.]
προνοητικότητα
[θηλ.ουσ]
πρόνοια
{-ας κ. -ο...
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis