Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόπλέκω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο 1 tessere, intrecciare, lavorare a maglia 2 [ένδυμα] fare a maglia permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαπλέκω το εγκώμιο = tessere le lodi Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |