Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόπλεόνασμα
ουσιαστικό ουδέτερο 1 eccesso 2 [βάρους] eccedenza 3 commercio surplus permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα(peso, ecc.) το πλεόνασμα = (βάρος, κτλ.) in eccesso Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |