Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


πικραίνω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

1 rendere amaro
2 [senso figurato] amareggiare

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  πικραίνομαι πικραλίδα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---