Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


πικρίζω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

1 alterarsi
2 amareggiare
3 esacerbare
4 sapere d'acido

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  πικρία πικρίλα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---