Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόπίκρα
ουσιαστικό θηλυκό 1 sapore amaro 2 [senso figurato] amarezza πικρά επίρρημα 1 acerbamente 2 acremente permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |