Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


πιάσιμο
ουσιαστικό ουδέτερο

1 presa
2 [αφή] tatto
3 [φυτών] attecchimento
4 [σώματος] intorpidimento

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  πιάνω πιάσμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---