Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


πιάνω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

1 toccare
2 [παίρνω] pigliare
3 [συζήτηση] iniziare
4 [λιμάνη] attraccare

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  πιάνομαι πιάσιμο  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


πιάνω κουβέντα = attaccare bottone || πιάνω το νόημα = capire l'antifona || πιάνω κανέναν στα πράσα = cogliere in fallo qualcuno || πιάνω δουλειά = cominciare a lavorare || πιάνω την κουβέντα = mettersi a chiacchierare || πιάνω χώρο = occupare spazio


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---