Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
πιατικά
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός
stov
i
glie (fpl)
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< πιατέλο
πιάτο >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
πιάτα
[ουσ ουδ πληθ.]
πιατάκι
{χωρ. γεν....
πιατάς
[ουσ αρσ ]
πιατέλα
{πιατελών}
πιατέλο
[ουσ ουδ.]
πιατικά
[ουσ ουδ πληθ.]
πιάτο
[ουσ ουδ.]
πιατοθήκη
{πιατοθηκώ...
πιάτσα
{χωρ. γεν....
πιγκουίνος
[ουσ αρσ ]
πιγούνι
{πιγουν-ιο...
πίδακας
{πιδάκων}
πιδακίζω
{μόνο σε ε...
πιδάκισμα
[ουσ ουδ.]
πιεζοηλεκτρικός
[επίθ.]
πιεζοηλεκτρισμός
[ουσ αρσ ]
πιέζω
{πίεσ-α, -...
Πιεμόντε
[ουσ ουδ.]
πιερότος
[ουσ αρσ ]
πίεση
[-εις]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis