Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


πιδακίζω
ρήμα αμετάβατο

1 fluire
2 prorompere (vi)
3 rampollare (vi)
4 rigurgitare (vi)
5 schizzare (vi)
6 sgorgare (vi)
7 spicciare (vi)
8 sprizzare (vt vi)
9 zampillare

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  πίδακας πιδάκισμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---