Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
πεζοπορώ
ρήμα αμετάβατο
1
scarpinare (vi)
2
camminare a passi pesanti
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< πεζοπόρος
πεζός >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
πεζολογία
{πεζολογιώ...
πεζολογικός
[επίθ.]
πεζοναύτες
[ουσ αρσ πληθ.]
πεζοπορία
[θηλ.ουσ]
πεζοπόρος
[ουσ αρσ και θηλ.]
πεζοπορώ
{πεζοπορεί...
πεζός
[επίθ.]
πεζός
[ουσ αρσ ]
πεζότητα
{χωρ. πληθ...
πεζούλα
[θηλ.ουσ]
πεζούρα
[θηλ.ουσ]
πεθαίνω
μππ. πεθαμ...
πεθαμένος
[επίθ.]
πεθαμός
{χωρ. πληθ...
πεθερά
[θηλ.ουσ]
πεθερικά
[ουσ ουδ πληθ.]
πεθερός
[ουσ αρσ ]
πεθυμιά
[θηλ.ουσ]
πεθυμώ
[-άς, -ά] ...
πειθαναγκάζω
{πειθανάγκ...
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis