Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›πεζοπορία

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

πεζοπορία
ουσιαστικό θηλυκό

1 camminata
2 scarpinata
3 viaggio a piedi
4 escursione a piedi

permalink
‹ πεζοναύτες
πεζοπόρος ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

πεζόδρομος {πεζοδρόμ-...
πεζοδρομώ {πεζοδρομε...
πεζολογία {πεζολογιώ...
πεζολογικός [επίθ.]
πεζοναύτες [ουσ αρσ πληθ.]
πεζοπορία [θηλ.ουσ]
πεζοπόρος [ουσ αρσ και θηλ.]
πεζοπορώ {πεζοπορεί...
πεζός [επίθ.]
πεζός [ουσ αρσ ]
πεζότητα {χωρ. πληθ...
πεζούλα [θηλ.ουσ]
πεζούρα [θηλ.ουσ]
πεθαίνω μππ. πεθαμ...
πεθαμένος [επίθ.]
πεθαμός {χωρ. πληθ...
πεθερά [θηλ.ουσ]
πεθερικά [ουσ ουδ πληθ.]
πεθερός [ουσ αρσ ]
πεθυμιά [θηλ.ουσ]


{{ID:PEZOPORIA100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti