Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


πειθαναγκάζω
ρήμα μεταβατικό

1 coartare
2 costringere
3 forzare
4 sforzare (vt)
5 sottoporre (vt)
6 stringere (vt)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  πεθυμώ πειθαναγκασμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---