Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


πειθαναγκασμός
ουσιαστικό αρσενικό

1 coartazione
2 coattività
3 coazione
4 coercizione
5 costrizione
6 forzamento
7 obbligatorietà
8 sforzatura

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  πειθαναγκασμένος πειθαρχείο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---