Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόπαροχή
ουσιαστικό θηλυκό 1 [νερόυ] fornitura 2 [υπηρεσιών] prestazione (f) 3 [χρήματα] sovvenzione (f) permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |