Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
παρτέντζα
ουσιαστικό θηλυκό
partenza
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< παρτενέρ
παρτέρι >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
παρρησιαστικός
[επίθ.]
πάρσιμο
[ουσ ουδ.]
παρσισμός
[ουσ αρσ ]
παρτάλι
[ουσ ουδ.]
παρτενέρ
[ουσ αρσ και θηλ.]
παρτέντζα
[θηλ.ουσ]
παρτέρι
[ουσ ουδ.]
πάρτι
{άκλ.}
παρτίδα
[θηλ.ουσ]
παρτιζάνος
[ουσ αρσ ]
παρτιτούρα
[θηλ.ουσ]
παρτσακλό
[ουσ ουδ.]
παρυφή
[θηλ.ουσ]
παρωδία
{παρωδιών}
παρωδώ
[-είς, -εί...
παρωθητικός
[επίθ.]
παρωθώ
[-είς, -εί...
παρών
{παρ-όντος...
παρωνύμιο
[ουσ ουδ.]
παρώνυμο
[ουσ ουδ.]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis