Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


παρτίδα
ουσιαστικό θηλυκό

commercio, sport partita

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  πάρτι παρτιζάνος  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


οι παρτίδες [f.] = rapporti [αρσ. πλυθ.]


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---