Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


παρεμποδίζω
ρήμα μεταβατικό

1 arrancare
2 imbarazzare
3 impacciare
4 impastoiare
5 impedire
6 impicciare
7 incagliare
8 ingombrare
9 ingorgare
10 intasare
11 intercettare
12 molestare (vt)
13 ostacolare (vt)
14 ostare (vi)
15 trattenere
16 vincolare

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  παρεμποδίζομαι παρεμπόδιση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---