Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


παρεμποδίζομαι
ρήμα

1 ingorgarsi
2 intasarsi
3 ostruirsi (vrifl)
4 otturarsi (vrifl)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  παρεμπίπτω παρεμποδίζω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---