Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


παρενόχληση
ουσιαστικό θηλυκό

1 angaria
2 disturbo
3 fastidio
4 grattacapo
5 molestia
6 scocciatura
7 stuzzicamento

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  παρεννοώ παρενοχλούμαι  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


οι σεξουαλικές παρενοχλήσεις [f.] = molestie [θηλ. πλυθ.] sessuali


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---