Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


παρεισφρύω
ρήμα

1 contrarre
2 infilarsi
3 infiltrarsi
4 intrudersi
5 intrufolarsi
6 penetrare (vi)
7 entrare furtivamente

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  παρεισφρητικός παρεκβαίνω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---