Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


παρεκτροπή
ουσιαστικό θηλυκό

1 aberrazione
2 deflessione
3 deviamento
4 devianza
5 deviazione
6 diversione
7 scappata
8 scappatella
9 scartata
10 scivolamento
11 scivolata
12 spostamento
13 variazione

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  παρεκτρέπομαι παρέλαση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---