Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


παρακουράζομαι
ρήμα

1 affaticarsi
2 faticare
3 sfruttare (vt)
4 sovraffaticarsi (vrifl)
5 stancarsi (vrifl)
6 straccarsi (vrifl)
7 strapazzarsi (vrifl)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  παρακόρη παρακουράζω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---