Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


παρακολούθηση
ουσιαστικό θηλυκό

1 osservazione
2 partecipazione
3 sorveglianza

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  παρακοιμάμαι παρακολουθούμενος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---