Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


παρακώλυση
ουσιαστικό θηλυκό

1 impaccio
2 impedimento
3 impiccio
4 intralcio
5 ostacolo
6 ostruzione
7 remora

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  παρακυστίτιδα παρακωλύω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---