Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


παρακωλύω
ρήμα μεταβατικό

1 imbarazzare
2 impastoiare
3 impedire
4 incagliare
5 intralciare
6 ostacolare (vt)
7 ostare (vi)
8 ostruire (vt)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  παρακώλυση παραλαβαίνω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---