Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


παρακινητής
ουσιαστικό αρσενικό

1 attizzatore
2 fomentatore
3 incitatore
4 istigatore
5 militante
6 provocatore
7 suscitatore

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  παρακινησία παρακινητικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---