Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


παρακινδυνεύω
ρήμα

1 ardire
2 osare (vt vi)
3 rischiare (vt)
4 spericolarsi (vrifl)
5 mettere a rischio

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  παρακινδυνευτικός παρακίνηση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---