Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


παρακατάθηκη
ουσιαστικό θηλυκό

deposito

παρακαταθήκη
ουσιαστικό θηλυκό

1 caparra
2 consegna
3 deposito
4 eredità
5 provvista
6 rimessa
7 riserva
8 scorta

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  παρακαταθέτω παρακατιανός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---