Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›παραγίνομαι

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

παραγίνομαι
ρήμα αμετάβατο

1 eccedere
2 [καρπός] essere troppo maturo

permalink
‹ παραγερασμένος
παραγινωμένος ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

παραγεμίζω μππ. παραγ...
παραγέμισμα [ουσ ουδ.]
παραγεμισμένος [επίθ.]
παραγεμιστός [επίθ.]
παραγερασμένος [επίθ.]
παραγίνομαι αόρ. παράγ...
παραγινωμένος [επίθ.]
παραγιομίζω (παραγέμ-ι...
παραγιός [ουσ αρσ ]
παράγκα [θηλ.ουσ]
παραγκούπολη [θηλ.ουσ]
παραγκώμι [ουσ ουδ.]
παραγκωνίζω (παραγκών-...
παραγκωνισμένος [επίθ.]
παραγκωνισμός [ουσ αρσ ]
παραγνωρίζω (παραγνώρ-...
παραγνωρισμένος [επίθ.]
παράγομαι πρτ. παρήγ...
παραγόμενος [επίθ.]
παράγοντας [ουσ αρσ ]


{{ID:PARAGINOMAI100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti