Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόπαραγεμίζω
ρήμα 1 abborracciare 2 ammassare 3 ammassicciare 4 colmare 5 congestionare 6 congestionarsi 7 farcire 8 gremire 9 imbottire 10 impinguare 11 impinzare 12 impolpare 13 ingozzare 14 insaccare 15 lardellare 16 ovattare (vt) 17 rimpinguare (vt) 18 rimpinzare (vt) 19 infarcire permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |