Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


παραγγελία
ουσιαστικό θηλυκό

1 incarico, ordine (m)
2 [μύνυμα] ambasciata

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  παραγάδι παραγγελιοδότης  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


επί παραγγελία = su ordinazione


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---