Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόπαθητικός
επίθετο 1 patetico 2 [ρήμα] passivo 3 [αγκάλιασμα, φιλί] appassionato permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαο παθητικός καπνιστής = fumatore [αρσ.] passivo Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |