Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόπαθιασμένος
επίθετο 1 acceso 2 appassionato 3 caldo 4 fervido 5 fervoroso 6 focoso 7 impetuoso 8 infuriato 9 irruente 10 maniacale 11 maniaco 12 maniaco 13 passionale 14 passionato 15 patetico 16 rovente 17 sfegatato 18 smaniante 19 smanioso 20 sviscerato 21 violento 22 voglioso permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαείμαι παθιασμένος με κάτι = essere appassionato di qualcosa Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |